- καταλλακτήρ
- καταλλακτήρ, -ῆρος, ὁ (Μ) [καταλλάσσω]ο συμφιλιωτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλλακτήριος — καταλλακτήριος, ία, ον (AM) [καταλλακτήρ] 1. αυτός που ανήκει στην ανταλλαγή 2. αυτός που ανήκει στη συμφιλίωση, διαλλακτικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Καταλλακτηρία επίθ. τής Αφροδίτης … Dictionary of Greek